α καπέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- α καπέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική a cappella[1] < alla cappella (με τον τρόπο του παρεκκλησίου Καπέλα Σιστίνα) < λατινική cappa < caput
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa kaˈpe.la/
Επίρρημα
επεξεργασίαα καπέλα[2]
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία α καπέλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ α καπέλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ α καπέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας