Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βεδουίνος οι βεδουίνοι
      γενική του βεδουίνου των βεδουίνων
    αιτιατική τον βεδουίνο τους βεδουίνους
     κλητική βεδουίνε βεδουίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεδουίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική bedouino < αραβική بَدَوِيّون (badawiyyūn), πληθυντικός του بَدَوِيّ (badawiyy)
 
Ζωγραφική επεικόνιση μιας οικογένειας βεδουίνων.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεδουίνος αρσενικό, βεδουίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία