αρχικουρσάρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχικουρσάρος < αρχι- + κουρσάρος < ιταλική corsaro < μεσαιωνική λατινική cursarius < λατινική cursus < curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱers- (τρέχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία- (σπάνιο) ο αρχιπειρατής
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχικουρσάρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρχικουρσάρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ αρχικουρσάρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας