Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιπειρατής οι αρχιπειρατές
      γενική του αρχιπειρατή των αρχιπειρατών
    αιτιατική τον αρχιπειρατή τους αρχιπειρατές
     κλητική αρχιπειρατή αρχιπειρατές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιπειρατής < αρχι- + πειρατής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιπειρατής[1] [2] αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρχιπειρατής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  2. αρχιπειρατήςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας