Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άσος οι άσοι
      γενική του άσου των άσων
    αιτιατική τον άσο τους άσους
     κλητική άσε άσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άσος < μεσαιωνική ελληνική άσσο[1] ή ύστερομεσαιωνική ελληνική άσος[2] < ιταλική asso[1] [2] [3] < λατινική as[2] (γενική: assis) < ετρουσκική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐σος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άσος αρσενικό

  1. ο αριθμός ένα / 1
  2. (σε χαρτοπαίγνιο) το φύλλο της τράπουλας με το γράμμα Α
  3. (μεταφορικά) άτομο με πολύ μεγάλες ικανότητες σε έναν τομέα
  4. (αθλητισμός) επίτευξη πόντου από παίκτη στο τένις με απευθείας εκτέλεση σερβίς, χωρίς ο αντίπαλος να επιτύχει να αντικρούσει την μπάλα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ένας άσος στο μανίκι ή ένα κρυμμένος άσος: ένα πλεονέκτημα που κρατιέται κρυφό για να εμφανιστεί την κατάλληλη στιγμή και να αιφνιδιάσει έναν αντίπαλο, ή να αποκτηθεί ο έλεγχος μιας κατάστασης.
  • μένω στον άσο: αποτυγχάνω και πρέπει να ξαναρχίσω από την αρχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 άσοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 2,2 άσοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. άσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας