αριβίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αριβίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική arrivista + -ς < γαλλική arriviste / + (-ιστής) -ίστας < arriver (φθάνω)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾiˈvi.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρι‐βί‐στας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααριβίστας αρσενικό (θηλυκό αριβίστρια)
- πρόσωπο χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, που θέλει να ανέλθει επαγγελματικά και κοινωνικά χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αριβίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας