αριβισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αριβισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική arrivisme < arriver + -isme < λατινική ripa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *rei-
Ουσιαστικό
επεξεργασίααριβισμός αρσενικό
- τάση για γρήγορη ανάδειξη με τη χρήση οποιουδήποτε μέσου