άταστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άταστος | η | άταστη | το | άταστο |
γενική | του | άταστου | της | άταστης | του | άταστου |
αιτιατική | τον | άταστο | την | άταστη | το | άταστο |
κλητική | άταστε | άταστη | άταστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άταστοι | οι | άταστες | τα | άταστα |
γενική | των | άταστων | των | άταστων | των | άταστων |
αιτιατική | τους | άταστους | τις | άταστες | τα | άταστα |
κλητική | άταστοι | άταστες | άταστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άταστος < α- + τάστο < ιταλική tasto < tastare < λατινική taxare < taxo < tango < πρωτοϊταλική *tangō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂g-
Επίθετο επεξεργασία
άταστος, -η, -ο