Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβάντζα οι αβάντζες
      γενική της αβάντζας
    αιτιατική την αβάντζα τις αβάντζες
     κλητική αβάντζα αβάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβάντζα < (αναδρομικός σχηματισμός) αβαντζ(άρω) + < ιταλική avanzare (είμαι πιστωτής)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈvan.d͡za/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβάντζα θηλυκό

  1. προκαταβολή μισθού, προπληρωμή έναντι οφειλής μισθού, χρέους ή οικονομικής υποχρέωσης εν γένει
     συνώνυμα: μπροστάντζα
  2. αβάντα (στη σημασία: έμμεση υποστήριξη)
  3. συγκαταβατικό φέρσιμο
    δεν καταδέχομαι αβάντζες από κανένανε· θα τα βγάλω πέρα μόνος μου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

τα παρώνυμα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία