αβάντσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβάντσο | τα | αβάντσα |
γενική | του | αβάντσου | των | αβάντσων |
αιτιατική | το | αβάντσο | τα | αβάντσα |
κλητική | αβάντσο | αβάντσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβάντσο < → δείτε τη λέξη αβάντζο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvan.t͡so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βάν‐τσο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβάντσο ουδέτερο
- άλλη μορφή του αβάντζο