↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλεριάνα οι βαλεριάνες
      γενική της βαλεριάνας
    αιτιατική τη βαλεριάνα τις βαλεριάνες
     κλητική βαλεριάνα βαλεριάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τα άνθη της βαλεριάνας σχηματίζουν ταξιανθίες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλεριάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική valeriana < μεσαιωνική λατινική valeriana < λατινική Valerianus < Valerius < valeo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.le.ɾiˈa.na/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλεριάνα θηλυκό

  1. (φυτό) δικοτυλήδονο φυτό (Valeriana officinalis) που τα τα μέρη του χρησιμοποιούνται για φαρμακευτικούς αλλά και για καλλωπιστικούς λόγους
  2. (φαρμακευτική) ηρεμιστικό φάρμακο που παράγεται αποξηραίνοντας τη ρίζα του παραπάνω φυτού

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία