βαλεριάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαλεριάνα | οι | βαλεριάνες |
γενική | της | βαλεριάνας | — | |
αιτιατική | τη | βαλεριάνα | τις | βαλεριάνες |
κλητική | βαλεριάνα | βαλεριάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλεριάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική valeriana < μεσαιωνική λατινική valeriana < λατινική Valerianus < Valerius < valeo
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.le.ɾiˈa.na/
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλεριάνα θηλυκό
- (φυτό) δικοτυλήδονο φυτό (Valeriana officinalis) που τα τα μέρη του χρησιμοποιούνται για φαρμακευτικούς αλλά και για καλλωπιστικούς λόγους
- (φαρμακευτική) ηρεμιστικό φάρμακο που παράγεται αποξηραίνοντας τη ρίζα του παραπάνω φυτού
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βαλεριάνα στη Βικιπαίδεια