δικοτυλήδονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικοτυλήδονος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dicotylédone< di- (δι- δίς) + cotylédon < αρχαία ελληνική κοτυληδών < κοτύλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kot- (κοιλότητα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ko.tiˈli.ðo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κο‐τυ‐λή‐δο‐νος
Επίθετο επεξεργασία
δικοτυλήδονος, -η, -ο
- (βοτανική) που έχει δύο κοτυληδόνες
- ※ Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το ’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω - Γιώργος Σεφέρης, ποίημα limerick "Δημοτικό Τραγούδι" @greek-language.gr, συλλογή Στροφή
- ※ Τα μονοκοτυλήδονα
- (βοτανική, ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη δικοτυλήδονα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικοτυλήδονος