κοτυληδόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοτυληδόνα < αρχαία ελληνική κοτυληδών
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοτυληδόνα θηλυκό
- το πρώτο (εμβρυακό) φύλλο των φυτών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοτυληδόνα
κοτυληδόνα θηλυκό