Ετυμολογία

επεξεργασία
valeo < πρωτοϊταλική *walēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wl̥h₁éh₁yeti < *h₂welh₁- (είμαι δυνατός)

valeo (la)

  1. υγιαίνω
  2. είμαι δυνατός