Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαρέτο < ιταλική amaretto[1] < amaro < λατινική amarus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃em- / *h₂eh₃m- (πικρός, ωμός, ακατέργαστος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμαρέτο ουδέτερο άκλιτο[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 αμαρέτοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)