• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

amaretto

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Πηγές

Ιταλικά (it)

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
amaretto amaretti

Ετυμολογία

επεξεργασία
amaretto < amar(o) + υποκοριστικό επίθημα -etto

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.maˈret.to/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

amaretto (it)

  1. (γλυκό) αμυγδαλωτό
  2. (ποτό) τύπος γλυκόπικρου λικέρ, αμαρέτο

Πηγές

επεξεργασία
  • amaretto - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=amaretto&oldid=5913392"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Αυγούστου 2023, στις 08:12

Γλώσσες

    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Русский
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Αυγούστου 2023, στις 08:12.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας