πυρηνόκαρπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πυρηνόκαρπος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τα πυρηνόκαρπα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) πυρηνόκαρπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρηνόκαρπος
|
πυρηνόκαρπος, -η, -ο
|