πυρηνόκαρπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πυρηνόκαρπα | ||
γενική | των | πυρηνόκαρπων | ||
αιτιατική | τα | πυρηνόκαρπα | ||
κλητική | πυρηνόκαρπα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρηνόκαρπα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πυρηνόκαρπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρηνόκαρπα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρηνόκαρπα