↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελέντζα οι βελέντζες
      γενική της βελέντζας των βελεντζών
    αιτιατική τη βελέντζα τις βελέντζες
     κλητική βελέντζα βελέντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βελέντζα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βελέντζα[1] [2] < ιταλική valènza / valència < (coperta da) Valenza / Valenzia < ισπανική Valencia < λατινική Valentia < valentia < valens < valeo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βελέντζα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βελέντζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.