αλτάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλτάνα | οι | αλτάνες |
γενική | της | αλτάνας | των | αλτανών |
αιτιατική | την | αλτάνα | τις | αλτάνες |
κλητική | αλτάνα | αλτάνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλτάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική altana
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλτάνα θηλυκό