Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρλεκίνος οι αρλεκίνοι
      γενική του αρλεκίνου των αρλεκίνων
    αιτιατική τον αρλεκίνο τους αρλεκίνους
     κλητική αρλεκίνε αρλεκίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρλεκίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική arlecchino

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρλεκίνος αρσενικό

  1. τύπος της ιταλικής κωμωδίας, συνήθως ντυμένος με καρό ή πολύχρωμα ρούχα
  2. (κατ’ επέκταση) μεταμφιεσμένος με ανάλογη στολή για τις απόκριες

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία