αλληλοκουρσεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοκουρσεύομαι < αλληλο- + κουρσεύομαι < μεσαιωνική ελληνική κουρσάρος < ιταλική corsaro < μεσαιωνική λατινική cursarius < λατινική cursus < curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱers- (τρέχω)
Ρήμα
επεξεργασίααλληλοκουρσεύομαι[1]
- (αλληλοπαθητικό, σπάνιο) κουρσεύει ο ένας τον άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοκουρσεύομαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλληλοκουρσεύομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)