βατίστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βατίστα | οι | βατίστες |
γενική | της | βατίστας | των | βατιστών |
αιτιατική | τη | βατίστα | τις | βατίστες |
κλητική | βατίστα | βατίστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βατίστα < ιταλική batista < γαλλική batiste < Baptiste < ελληνιστική κοινή βαπτιστής (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβατίστα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαπτίζω