Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαπτιστής οι βαπτιστές
      γενική του βαπτιστή των βαπτιστών
    αιτιατική τον βαπτιστή τους βαπτιστές
     κλητική βαπτιστή βαπτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαπτιστής < (ελληνιστική κοινή) βαπτιστής < βαπτίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαπτιστής αρσενικό

  1. (με κεφαλαίο αρχικό) προσωνύμιο του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου που βάφτισε το Χριστό
  2. μέλος προτεσταντικού δόγματος που αρνείται το νηπιοβαπτισμό (θηλυκό βαπτίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαπτιστής < βαπτίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαπτιστής αρσενικό

  1. αυτός που βυθίζει, αυτός που βαπτίζει, βαπτιστής