βαπτιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαπτιστής < (ελληνιστική κοινή) βαπτιστής < βαπτίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαπτιστής αρσενικό
- (με κεφαλαίο αρχικό) προσωνύμιο του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου που βάφτισε το Χριστό
- μέλος προτεσταντικού δόγματος που αρνείται το νηπιοβαπτισμό (θηλυκό βαπτίστρια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
βαπτιστής < βαπτίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαπτιστής αρσενικό
- αυτός που βυθίζει, αυτός που βαπτίζει, βαπτιστής