βαβυλωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαβυλωνία < ιταλική Babilonia[1] < λατινική Babilonia < αρχαία ελληνική Βαβυλωνία < Βαβυλών < ακκαδική 𒆍𒀭𒊏𒆠 (Bābilim, πύλη του θεού)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαβυλωνία θηλυκό
- η ασυνεννοησία, η έλλειψη επικοινωνίας, η σύγχυση
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαβυλωνία
|
- ↑ βαβυλωνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας