Δείτε επίσης: Βαβυλωνία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαβυλωνία οι βαβυλωνίες
      γενική της βαβυλωνίας των βαβυλωνιών
    αιτιατική τη βαβυλωνία τις βαβυλωνίες
     κλητική βαβυλωνία βαβυλωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαβυλωνία < ιταλική Babilonia[1] < λατινική Babilonia < αρχαία ελληνική Βαβυλωνία < Βαβυλών < ακκαδική 𒆍𒀭𒊏𒆠 (Bābilim, πύλη του θεού)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαβυλωνία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία