βαλσάμικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλσάμικο < ιταλική balsamico < balsamo + -ico < λατινική balsamum < ελληνιστική κοινή βάλσαμον (αντιδάνειο) < εβραϊκή בָּשָׂם (bāśām, γλυκό μπαχαρικό, γλυκιά μυρωδιά)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /valˈsa.mi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαλ‐σά‐μι‐κο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλσάμικο ουδέτερο
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του μπαλσάμικο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλσάμικο
|