Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αφρικάνα οι Αφρικάνες
      γενική της Αφρικάνας των Αφρικανών
    αιτιατική την Αφρικάνα τις Αφρικάνες
     κλητική Αφρικάνα Αφρικάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αφρικάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική africana[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fɾiˈka.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐φρι‐κά‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αφρικάνα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΑφρικάναΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας