βαζελίνη < γαλλικήvaseline & ιταλικήvasel(ina) + -ίνη, εμπορική ονομασία του προϊόντος που επινοήθηκε από τον εφευρέτη του Robert Chesebrough το 1872 < από την πρώτη συλλαβή της γερμανικής λέξης Wasser («νερό»), τα δύο πρώτα γράμματα της ελληνικής λέξης ἔλαιον και την κατάληξη -ine