ατσελεράντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατσελεράντο < ιταλική accelerando < λατινική accelero < ad + celero < celer < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kel-
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατσελεράντο ουδέτερο
- (μουσική) με αυξανόμενη ρυθμική ταχύτητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατσελεράντο