Άντσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈan.t͡si.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άν‐τσι‐ο
Μεταγραφή
επεξεργασίαΆντσιο ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Άντσιο στη Βικιπαίδεια
Άντσιο ουδέτερο άκλιτο