αντιφωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιφωνία < ιταλική antifonia < ελληνιστική ἀντιφωνία (αν και τότε η λέξη ἀντιφωνία σήμαινε διχόνοια)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιφωνία θηλυκό
- η εναλλάξ συμμετοχή σε ένα μουσικό κομμάτι τραγουδιστών ή ομάδων τραγουδιστών / χορωδών