Δείτε επίσης: αμπάριζα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμπαρόριζα οι αρμπαρόριζες
      γενική της αρμπαρόριζας των αρμπαροριζών
    αιτιατική την αρμπαρόριζα τις αρμπαρόριζες
     κλητική αρμπαρόριζα αρμπαρόριζες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμπαρόριζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική , υποθετικός τύπος *albarosa (κόκκινη ρίζα) με παρετυμολογική σύνδεση προς τη λέξη ρίζα < erba rosa [1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμπαρόριζα θηλυκό (ιδιωματικό) → δείτε τη λέξη αμπαρόριζα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρμπαρόριζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.