αλά πολίτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλά πολίτα < πιθανόν (άμεσο δάνειο) ιταλική alla pulita[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈla poˈli.ta/
Επίρρημα
επεξεργασίααλά πολίτα
- (γαστρονομία) τρόπος μαγειρέματος στον οποίο περιλαμβάνεται σάλτσα από λεμόνι και λάδι
- ※ Στο τραπέζι «παίζουν» και λαδερά, όπως γίγαντες σπανάκι, φασολάκια, αγκινάρες αλά πολίτα, σπανακόρυζο, εποχικά, απλά και καθημερινά.
- Τα παλιά σουπάδικα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, Γαστρονόμος, 28 Ιανουαρίου 2024
- ※ Στο τραπέζι «παίζουν» και λαδερά, όπως γίγαντες σπανάκι, φασολάκια, αγκινάρες αλά πολίτα, σπανακόρυζο, εποχικά, απλά και καθημερινά.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλά πολίτα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ α λα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)