↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλβολίνη οι βαλβολίνες
      γενική της βαλβολίνης των βαλβολινών
    αιτιατική τη βαλβολίνη τις βαλβολίνες
     κλητική βαλβολίνη βαλβολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλβολίνη < ιταλική valvolina < αγγλική Valvoline[1] < valve + -ine

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλβολίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία