Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αληγής η αληγής το αληγές
      γενική του αληγούς* της αληγούς του αληγούς
    αιτιατική τον αληγή την αληγή το αληγές
     κλητική αληγή(ς) αληγής αληγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αληγείς οι αληγείς τα αληγή
      γενική των αληγών των αληγών των αληγών
    αιτιατική τους αληγείς τις αληγείς τα αληγή
     κλητική αληγείς αληγείς αληγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αληγής < (άμεσο δάνειο) ιταλική alisei < ισπανική alisios (α- + λήγω + -ης)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.liˈʝis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λη‐γής

  Επίθετο επεξεργασία

αληγής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία