αμπουρνέλλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπουρνέλλα < ιταλική prunella (προυνέλλα, βουτυρόχορτο), με τροπή του [p] > [b], πρόταξη του [α] και μετάθεση του [r] [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.bur.ˈne.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπουρ‐νέλ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπουρνέλλα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 43.