βενζόη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βενζόη | οι | βενζόες |
γενική | της | βενζόης | των | βενζοών |
αιτιατική | τη | βενζόη | τις | βενζόες |
κλητική | βενζόη | βενζόες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βενζόη < (άμεσο δάνειο) αγγλική benzoin < μέση γαλλική benjoin < ισπανική benjuí < πορτογαλική beijoin < ιταλική benzoi < αραβική لبان جاوي (lubān jāwiyy)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βενζόη θηλυκό
- ρητινώδης ουσία που λαμβάνεται από ένα δέντρο στη Σουμάτρα και χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις (στη χρωματοποιία, στη φαρμακευτική, την αρωματοποιία κ.λπ.
- (χημεία) μια κετόνη, που συντίθεται από βενζαλδεΰδη