Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σουμάτρα οι Σουμάτρες
      γενική της Σουμάτρας
    αιτιατική τη Σουμάτρα τις Σουμάτρες
     κλητική Σουμάτρα Σουμάτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η τοποθεσία της νήσου Σουμάτρας

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σουμάτρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Sumatra < ινδονησιακή Sumatra < σανσκριτική समुद्र (samudra: “θάλασσα”)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σουμάτρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία