Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντίπαπας οι αντιπαπάδες
      γενική του αντίπαπα των αντιπαπάδων
    αιτιατική τον αντίπαπα τους αντιπαπάδες
     κλητική αντίπαπα αντιπαπάδες
Κατηγορία όπως «τραγόπαπας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίπαπας < (άμεσο δάνειο) ιταλική antipapa < anti- + papa (αντί- + πάπας) < αρχαία ελληνική πάππας (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίπαπας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία