αντιπάπας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντιπάπας | οι | αντιπάπες |
γενική | του | αντιπάπα | των | αντιπαπών |
αιτιατική | τον | αντιπάπα | τους | αντιπάπες |
κλητική | αντιπάπα | αντιπάπες | ||
Κλίνεται όπως το πάπας. Δείτε και αντίπαπας. | ||||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπάπας αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (χριστιανισμός) άλλη μορφή του αντίπαπας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπάπας
|