Χρήστης:Svlioras/Αρχαιοελληνικό Λεξικό/Ζ
ζ Ζ ζʹ ζά ζᾶ ζα ζαβάλλω ζάβατος ζαβλεμένως ζάβοτος ζαβρός ζάγκλη ζάγκλον ζάγρα Ζαγραῖος Ζαγρεύς ζάγρη Ζάγρος ζάδηλος ζαελεξάμαν ζαζαῖος ζάημι ζαής ζάθεος ζαθερής ζαιός ζακαλλής ζακορεύω ζακορίσου ζάκορος ζάκοτος ζακρυόεις ζάκτι ζακυνθίδες Ζακύνθιος Ζάκυνθος ζάλ ζάλα ζαλάω ζαλέγομαι ζαλεία ζάλεξαι ζάλευκος ζαλέω ζάλη ζαλλευόντον ζαλλεύω ζαλμός ζάλος ζᾶλος ζαλόω ζαλωτός ζάματος ζαμενέω ζαμενής ζαμερίτας ζαμῆται ζαμία ζαμιοργία Ζάμολξις Ζάν ζανεκέως ζάπεδον ζαπίμελος ζαπληθής ζάπλουτος ζαπότης ζάπυρος ζαργάνη ζάρηκες ζάρος ζαροῦν ζατόω ζατρεφής ζατρίκιον ζαυκίτροφος ζαφλεγής ζαφοίταισα ζαφόρος ζάχολος ζαχραής ζαχρειής ζαχρεῖος ζαχρηής ζάχρυσος ζάχυτος ζάψ ζάω Ζβελσοῦρδος ζβίχ ζε ζέα Ζέαθος ζεγέριες ζειά ζειαί ζειγάρη ζείδωρος ζειλίαυρος ζείνυμεν ζειρά ζειρατείς ζειροφόρος ζείω ζεκαμναία ζεκελτίδες ζελᾶς Ζέλεια Ζελείτης ζέλκια ζέλλω ζέμα ζέμελεν ζέννυμι ζεοποίιον ζεόπυρον ζέρεθρον ζέρνα ζεσελαιοπαγής ζέσις ζέσσα ζέσσεν ζεστάκρατα ζεστολουσία ζεστός ζεστότης ζετραία ζευ ζευγάριον ζεύγελα ζευγελάτης ζευγηλασία ζευγηλατέω ζευγηλάτης ζευγίζω ζευγίον ζευγίππης ζευγίς ζευγίσιον ζευγίτης ζεύγλα ζεῦγλα ζεύγλη ζεύγληθεν ζεύγληφι ζευγλόδεσμον ζεῦγμα ζευγματικόν ζεύγνυμι ζευγοποιία ζεῦγος ζευγοτροφέω ζευγοτρόφος ζευγοφορέομαι ζευγῶχος ζεύκτειρα ζευκτήρ ζευκτήριος ζευκτής ζευκτικός ζευκτός ζεύμαν ζευξίγαμος Ζευξίδαμος Ζευξιδία ζευξίλεως Ζευξίππα ζεύξιππος Ζεῦξις ζεῦξις Ζευξώ Ζεύς ζεύσασθαι ζεφυρήϊος ζεφυρηΐς Ζεφυρίη ζεφυρίη ζεφυρικός Ζεφύριον Ζεφύριος ζεφυρίτης Ζέφυρος ζέφυρος ζέω ζζ ζῆ Ζῆθος ζηλαῖος ζηλάς ζηλευτής ζηλεύω ζηλέω ζήλη ζηλημοσύνη ζηλήμων ζηλοδοτήρ ζηλομανής Ζῆλος ζῆλος ζηλοσύνη ζηλοτυπέω ζηλοτυπία ζηλότυπος ζηλόω ζήλωμα ζήλωσις ζηλωτέος ζηλωτής ζηλωτικός ζηλωτός ζημία ζημιάζω ζημιοπρακτέω ζημιόψυχος ζημιόω ζημιώδης ζημίωμα ζημίωσις ζημιωτής ζημιωτικός Ζήν Ζηνοδότειος Ζηνοδοτήρ Ζηνοποσειδῶν ζῆνος Ζηνόφρων Ζήνων Ζηνώνειος ζῆσις ζῆτα ζηταρετησιάδης Ζήτας ζητεύω ζητέω ζήτημα ζητηματικός ζητημάτιον Ζητήρ Ζήτης ζητήσιμος ζήτησις ζητητέος ζητητήριον ζητητής ζητητικός ζητητός ζητός ζήτρειον ζητρεύω ζητρός ζήτωρ ζήω ζιβύνη ζιγγίβερις ζίγγος ζιγγόω ζίγλας ζιγνίς ζιγνῶσαι ζιζάνιον ζιζουλά ζίζυφον ζίκαιος ζίλαι ζμυρνόμελαν ζόα ζόη ζοΐα ζοός ζορκάς ζόρξ ζόφεος ζοφερός ζόφιος ζοφοδορπίδας ζοφοείδελος ζοφοειδής ζοφόεις ζοφομηνία ζοφόπνοια ζόφος ζοφόω ζοφώδης ζόφωσις ζόω ζυγάδην ζυγάδιον ζύγαινα ζυγάρχης ζυγαρχία ζυγάστριον ζύγαστρον ζυγαστροφέω ζυγείς ζυγέω ζυγή ζυγηδόν ζυγηφόρος ζυγία ζυγιατής ζυγίζω ζυγικός ζύγιμος ζύγινος ζύγιον ζύγιος ζυγίς ζυγίσκον ζυγίτης ζυγῖτις ζυγκλεῖ ζυγοδέσμιον ζυγόδεσμον ζυγοδέτης ζυγοειδής ζυγόεις Ζυγοί ζυγοκέφαλον ζυγοκρούστης ζυγόλωρον ζυγομαχέω ζυγομαχία ζυγόν ζυγοποιέω ζυγοποιός ζυγός ζυγοσταθμέω ζυγόσταθμος ζυγοστασία ζυγοστάσιον ζυγοστατέω ζυγοστάτημα ζυγοστάτης ζυγόταυρον ζυγοτράχηλον ζυγοτρυτάνη ζυγουλκός ζυγόφιν ζυγοφορέω ζυγοφόρος ζυγόω ζύγρα ζυγωγόν ζυγώδης ζυγωθρίζω ζύγωμα ζύγωσις ζυγωτός ζύθιον ζυθοπώλης ζῦθος ζύμη ζυμήεις ζυμίζω ζυμίτης ζυμίωσις ζυμοειδής ζυμουργός ζυμόω ζυμώδης ζύμωμα ζύμωσις ζυμωτικός ζυμωτός ζυτᾶς ζυτηρά ζυτοποιέω ζυτοποιΐα ζυτοποιός ζυτοπώλιον ζυτόπωλις ζῦτος ζυτουργεῖον ζῶ ζωά ζωάγρια ζωαγρία ζωάγριον ζωάγριος ζωαλκής ζῳάριον ζωάρκεια ζωαρκής ζῴαρχος ζωγάνης ζώγη ζωγλύφος ζωγονέω ζωγορίτης ζωγραφεῖον ζωγραφέω ζωγράφημα ζωγραφητός ζωγραφία ζωγραφίδες ζωγραφικός ζωγράφος ζωγρεία ζωγρεῖον ζωγρεύς ζωγρεύω ζωγρέω ζωγρία ζώγρια ζωγρίας ζώγριον ζῶγρος ζωγύς ζῳδαρίδιον ζῳδάριον ζῳδιακός ζῳδιάρχης ζῳδιογλύφος ζῳδιοκράτωρ ζῴδιον ζῳδιοποιός ζῳδιοφόρος ζῳδιωτός ζῴειος ζώεσκον ζώζω ζωή ζῳηδόν ζῴην ζωηρός ζωητός ζωηφόρος ζωθάλμιος ζωθαλπής ζωθήκη ζωΐδιον ζωϊκός ζώϊον ζωϊτός ζωκτήρ ζῶμα ζωμάλμη ζωμάριον ζωμάρυστρον ζώμευμα ζωμευτός ζωμεύω ζωμήρυσις ζωμίδιον ζωμίλη ζωμίον ζωμιστός ζωμοποιέω ζωμοποιός ζωμός ζωμοτάριχος ζώνα ζωναῖοι ζωνάριον ζώνη ζωνιαῖος ζώνιον ζωνιοπλόκος ζωνῖτις ζώννυμι ζωνογάστορες ζωνοδράκοντις ζωνοειδής ζωνός ζωνοφόρος ζώντειον ζώντως ζῳογενής ζῳογλύφος ζωογονέω ζῳογονέω ζωογόνησις ζωογονητικός ζωογονία ζῳογονία ζωογονικός ζωογόνος ζῳογόνος ζωογράφος ζωοδοτήρ ζωοδότης ζωοδότιον ζωοειδής ζωοθετέω ζωοθηρία ζῳοθηρία ζωοθηρικός ζῳοθηρικός ζωοθυτέω ζωοκέφαλος ζωόμορφος ζῳόμορφος ζῷον ζωόνυχον ζῳοπλαστέω ζῳοπλάστης ζῳοπλαστία ζωοποιέω ζῳοποιέω ζωοποίησις ζωοποιητικός ζωοποιία ζωοποιός ζῳοπώλης ζῳόπωλις ζωός ζωόσοφος ζῳοστάσιον ζωοτάμον ζῳότης ζωοτοκέω ζωοτοκία ζωοτόκος ζῳοτροφεῖον ζῳοτροφέω ζῳοτροφία ζῳοτροφικός ζῳοτρόφος ζῳοτύπος ζῳοφαγέω ζῳοφαγία ζῳοφάγος ζωόφθαλμον ζωοφορέω ζωοφόρος ζωοφυτέω ζωόφυτος ζωόω ζῳόω ζώπισσα ζωπονέω ζωπύρα ζωπύρειος ζωπυρέω ζωπύρημα ζωπυρητέον ζωπύριον ζωπυρίς ζώπυρον ζώπυρος ζωπύρωσις ζωροποτέω ζωροπότης ζωρός ζωρύα ζῶρυξ ζώς ζώσιμος ζῶσις ζῶσμα ζωστήρ Ζωστήριος ζωστηροκλέπτης ζώστης ζῶστμα ζωστός ζῶστρα ζώστρα ζωστρίς ζῶστρον Ζωτεάτας ζώτειον ζωτικός ζωτύς ζῳύλλιον ζῳύφιον ζωφορία ζώφορος ζωφυτέω ζώφυτος ζώω ζῳώδης ζῳωδία ζώωσις ζῳωτός