Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζῳώδης < ζῷον και εἶδος

  Επίθετο επεξεργασία

ζῳώδης, ης, ες

  • όμοιος με ζώο, αναίσθητος, βάρβαρος