ζαμενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαμενής < αρχαία ελληνική ζαμενής < ζα + μένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαμενής αρσενικό
Υπώνυμα
επεξεργασία- μαύρος ζαμενής / ζαμενής ο μαύρος: φίδι της ελληνικής υπαίθρου με επιστημονική ονομασία Coluber jugularis - jugularis [2]
- δεντρογαλιά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Coluber jugularis Υποείδος jugularis ΦΙΛΟΤΗΣ, βάση δεδομένων για την Ελληνική Φύση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαύρος ζαμενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ζαμενής | τὸ | ζαμενές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ζαμενοῦς | τοῦ | ζαμενοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ζαμενεῖ | τῷ | ζαμενεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ζαμενῆ | τὸ | ζαμενές | ||
κλητική ὦ! | ζαμενές | ζαμενές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ζαμενεῖς | τὰ | ζαμενῆ | ||
γενική | τῶν | ζαμενῶν | τῶν | ζαμενῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ζαμενέσῐ(ν) | τοῖς | ζαμενέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζαμενεῖς | τὰ | ζαμενῆ | ||
κλητική ὦ! | ζαμενεῖς | ζαμενῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζαμενεῖ | τὼ | ζαμενεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζαμενοῖν | τοῖν | ζαμενοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζαμενής, -ής, -ές, υπερθετικός : ζαμενέστατος
- πανίσχυρος, δυνατός, φοβερός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 9. Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ, 39 (9.39-9.40)
- τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενής, ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύϊ, μῆτιν ἑάν | εὐθὺς ἀμείβετο·
- Κι ο Κένταυρός ο δυνατός ευθύς του φανερώνει | τη γνώμη του με βλέμμα φιλικό, αχνά χαμογελώντας:
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενής, ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύϊ, μῆτιν ἑάν | εὐθὺς ἀμείβετο·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 9. Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ, 39 (9.39-9.40)
- (για λόγια) βίαιος, ορμητικός, κακόβουλος, εχθρικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 137 (137-138)
- σὲ δ᾽ ὅταν πληγὴ Διὸς ἢ ζαμενὴς | λόγος ἐκ Δαναῶν κακόθρους ἐπιβῇ,
- όταν όμως του Δία πληγή σε χτυπήσει, | ή πάνω σου πέσει των Αργείων ο λόγος κακόγλωσσος,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- μα όταν χτύπημα του Δία ή κακόβουλος | σε φτάσει λόγος απ᾽ τους Δαναούς,
- Μετάφραση (2000), Τάσος Ρούσσος @greek‑language.gr
- όταν όμως του Δία πληγή σε χτυπήσει, | ή πάνω σου πέσει των Αργείων ο λόγος κακόγλωσσος,
- σὲ δ᾽ ὅταν πληγὴ Διὸς ἢ ζαμενὴς | λόγος ἐκ Δαναῶν κακόθρους ἐπιβῇ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 137 (137-138)
Πηγές
επεξεργασία- ζαμενής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζαμενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.