ζείδωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζείδωρος | η | ζείδωρος & ζείδωρη |
το | ζείδωρο |
γενική | του | ζειδώρου & ζείδωρου |
της | ζειδώρου & ζείδωρης |
του | ζειδώρου & ζείδωρου |
αιτιατική | τον | ζείδωρο | τη | ζείδωρο & ζείδωρη |
το | ζείδωρο |
κλητική | ζείδωρε | ζείδωρε & ζείδωρη |
ζείδωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζείδωροι | οι | ζείδωροι & ζείδωρες |
τα | ζείδωρα |
γενική | των | ζειδώρων & ζείδωρων |
των | ζειδώρων & ζείδωρων |
των | ζειδώρων & ζείδωρων |
αιτιατική | τους | ζειδώρους & ζείδωρους |
τις | ζειδώρους & ζείδωρες |
τα | ζείδωρα |
κλητική | ζείδωροι | ζείδωροι & ζείδωρες |
ζείδωρα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζείδωρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζείδωρος < αρχαία ελληνική ζείδωρος[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈzi.ðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζεί‐δω‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία
ζείδωρος, -ος/-η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζείδωρος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ζείδωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ζείδωρος, -ος, -ον
- (για εδάφη) που παράγει ζέα/ζειά
- (ελληνιστική σημασία) που δίνει ζωή, ζείδωρος
Εκφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ζείδωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζείδωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.