↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζείδωρος η ζείδωρος
ζείδωρη
το ζείδωρο
      γενική του ζειδώρου
ζείδωρου
της ζειδώρου
ζείδωρης
του ζειδώρου
ζείδωρου
    αιτιατική τον ζείδωρο τη ζείδωρο
ζείδωρη
το ζείδωρο
     κλητική ζείδωρε ζείδωρε
ζείδωρη
ζείδωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζείδωροι οι ζείδωροι
ζείδωρες
τα ζείδωρα
      γενική των ζειδώρων
ζείδωρων
των ζειδώρων
ζείδωρων
των ζειδώρων
ζείδωρων
    αιτιατική τους ζειδώρους
ζείδωρους
τις ζειδώρους
ζείδωρες
τα ζείδωρα
     κλητική ζείδωροι ζείδωροι
ζείδωρες
ζείδωρα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζείδωρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζείδωρος < αρχαία ελληνική ζείδωρος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzi.ðo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζεί‐δω‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ζείδωρος, -ος/-η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζείδωρος τὸ ζείδωρον
      γενική τοῦ/τῆς ζειδώρου τοῦ ζειδώρου
      δοτική τῷ/τῇ ζειδώρ τῷ ζειδώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζείδωρον τὸ ζείδωρον
     κλητική ! ζείδωρε ζείδωρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζείδωροι τὰ ζείδωρ
      γενική τῶν ζειδώρων τῶν ζειδώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζειδώροις τοῖς ζειδώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζειδώρους τὰ ζείδωρ
     κλητική ! ζείδωροι ζείδωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζειδώρω τὼ ζειδώρω
      γεν-δοτ τοῖν ζειδώροιν τοῖν ζειδώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζείδωρος < ζέα/ζειά + -δωρος (δῶρον) (η έννοια «ζωογόνος» οφείλεται στην παρετυμολογία της λέξης με το ουσιαστικό ζωή)

  Επίθετο

επεξεργασία

ζείδωρος, -ος, -ον

  1. (για εδάφη) που παράγει ζέα/ζειά
  2. (ελληνιστική σημασία) που δίνει ζωή, ζείδωρος

Εκφράσεις

επεξεργασία