πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζείδωρος η ζείδωρος
& ζείδωρη
το ζείδωρο
      γενική του ζειδώρου
& ζείδωρου
της ζειδώρου
& ζείδωρης
του ζειδώρου
& ζείδωρου
    αιτιατική τον ζείδωρο τη ζείδωρο
& ζείδωρη
το ζείδωρο
     κλητική ζείδωρε ζείδωρε
& ζείδωρη
ζείδωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζείδωροι οι ζείδωροι
& ζείδωρες
τα ζείδωρα
      γενική των ζειδώρων
& ζείδωρων
των ζειδώρων
& ζείδωρων
των ζειδώρων
& ζείδωρων
    αιτιατική τους ζειδώρους
& ζείδωρους
τις ζειδώρους
& ζείδωρες
τα ζείδωρα
     κλητική ζείδωροι ζείδωροι
& ζείδωρες
ζείδωρα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ζείδωρος, -ος/-η, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζείδωρος τὸ ζείδωρον
      γενική τοῦ/τῆς ζειδώρου τοῦ ζειδώρου
      δοτική τῷ/τῇ ζειδώρ τῷ ζειδώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζείδωρον τὸ ζείδωρον
     κλητική ! ζείδωρε ζείδωρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζείδωροι τὰ ζείδωρ
      γενική τῶν ζειδώρων τῶν ζειδώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζειδώροις τοῖς ζειδώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζειδώρους τὰ ζείδωρ
     κλητική ! ζείδωροι ζείδωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζειδώρω τὼ ζειδώρω
      γεν-δοτ τοῖν ζειδώροιν τοῖν ζειδώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζείδωρος < ζέα/ζειά + -δωρος (δῶρον) (η έννοια «ζωογόνος» οφείλεται στην παρετυμολογία της λέξης με το ουσιαστικό ζωή)

ζείδωρος, -ος, -ον

  1. (για εδάφη) που παράγει ζέα/ζειά
  2. (ελληνιστική σημασία) που δίνει ζωή, ζείδωρος

Εκφράσεις

επεξεργασία