ζείδωρος ἄρουρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαζείδωρος ἄρουρα
- (για τη γη) γόνιμη, εύφορη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 357 (357-358)
- καὶ γὰρ Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα | οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει·
- Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη, βγάζει κρασί | από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες, που τις μεστώνουν οι βροχές του Δία·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- καὶ γὰρ Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα | οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 117 (117-119)
- καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα | αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἱ δ᾽ ἐθελημοὶ | ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
- Καρπό τούς έδινε η σιτοδότρα γη | από μόνη της πολύ και άφθονο. Κι εκείνοι με προθυμία | ζούσαν ήσυχοι απ᾽ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα | αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἱ δ᾽ ἐθελημοὶ | ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 357 (357-358)
Πηγές
επεξεργασία- ζείδωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζείδωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.