Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζῳοθηρία < ζῷον και θήρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζῳοθηρία θηλυκό

  • το κυνήγι και η σύλληψη ζώων που τα ήθελαν ζωντανά (προσωρινά ή και για αναπαραγωγή, οι κτηνοτρόφοι)