Ετυμολογία

επεξεργασία
ζῳοθηρία < ζῷον και θήρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζῳοθηρία θηλυκό

  • το κυνήγι και η σύλληψη ζώων που τα ήθελαν ζωντανά (προσωρινά ή και για αναπαραγωγή, οι κτηνοτρόφοι)