Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυμωτικός η ζυμωτική το ζυμωτικό
      γενική του ζυμωτικού της ζυμωτικής του ζυμωτικού
    αιτιατική τον ζυμωτικό τη ζυμωτική το ζυμωτικό
     κλητική ζυμωτικέ ζυμωτική ζυμωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυμωτικοί οι ζυμωτικές τα ζυμωτικά
      γενική των ζυμωτικών των ζυμωτικών των ζυμωτικών
    αιτιατική τους ζυμωτικούς τις ζυμωτικές τα ζυμωτικά
     κλητική ζυμωτικοί ζυμωτικές ζυμωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζυμωτικός < ελληνιστική κοινή ζυμωτικός < ζυμόω < αρχαία ελληνική ζύμη

  Επίθετο επεξεργασία

ζυμωτικός

  1. που έχει σχέση με τη ζύμωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που ζυμώνει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία