ζῳοτροφία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ζῳοτροφίᾱ | αἱ | ζῳοτροφίαι |
γενική | τῆς | ζῳοτροφίᾱς | τῶν | ζῳοτροφιῶν |
δοτική | τῇ | ζῳοτροφίᾳ | ταῖς | ζῳοτροφίαις |
αιτιατική | τὴν | ζῳοτροφίᾱν | τὰς | ζῳοτροφίᾱς |
κλητική ὦ! | ζῳοτροφίᾱ | ζῳοτροφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζῳοτροφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζῳοτροφίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζῳοτροφία θηλυκό
- η διατροφή ζώου, η κτηνοτροφία ίσως και η ζωοτροφή