ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζυτουργεῖον τὰ ζυτουργεῖ
      γενική τοῦ ζυτουργείου τῶν ζυτουργείων
      δοτική τῷ ζυτουργεί τοῖς ζυτουργείοις
    αιτιατική τὸ ζυτουργεῖον τὰ ζυτουργεῖ
     κλητική ! ζυτουργεῖον ζυτουργεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζυτουργείω
γεν-δοτ τοῖν  ζυτουργείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζυτουργεῖον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζυτουργεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (σπάνιο, σε πάπυρο) ζυθοποιείο
    ※  3ος πκε αιώνας, P. Petrie 3 124 a-b @papyri.info
    βασιλ[εύοντος] Πτολεμαίου τοῦ Πτολεμαίου
    καὶ Ἀρ[σινόης θεῶ]ν Ἀδελφῶν ἔτους κ
    Θῶυθ ζυτηρᾶς Κροκοδίλων πό(λεως)
    [κ]αὶ Μεύρεως τοῦ Θῶυθ μηνὸς
    [με]γ̣άλο̣[υ] ζυ(τουργίου) [ ̣] ̣[ ̣],
    PPetr. The Flinders Petrie Papyri […], Pt. 1, ed. J. P. Mahaffy (Royal Irish Academy, Cunningham Memoirs, No. 8); Pt. 2, ed. J. P. Mahaffy (ibid., No. 9); Pt. 3, ed. J. P. Mahaffy & J. G. Smyly (ibid., No. 11), Dublin 1891-1905.

Δείτε επίσης

επεξεργασία