ζωμάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ζωμάριον | τὰ | ζωμάριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ζωμαρίου | τῶν | ζωμαρίων | ||||
δοτική | τῷ | ζωμαρίῳ | τοῖς | ζωμαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ζωμάριον | τὰ | ζωμάριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ζωμάριον | ζωμάριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωμαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ζωμαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωμάριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζωμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωμάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- υποκοριστικό του ζωμός
Πηγές
επεξεργασία- ζωμάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.