ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζωμάριον τὰ ζωμάρι
      γενική τοῦ ζωμαρίου τῶν ζωμαρίων
      δοτική τῷ ζωμαρί τοῖς ζωμαρίοις
    αιτιατική τὸ ζωμάριον τὰ ζωμάρι
     κλητική ! ζωμάριον ζωμάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζωμαρίω
γεν-δοτ τοῖν  ζωμαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωμάριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζωμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωμάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)